βαστώ
κ. βαστάω, ρ.
[<μσν. βαστῶ <αρχ. βαστάζω], βαστώ. 1. έχω, κουβαλώ επάνω μου, έχω
μαζί μου: «το άτομο που σου λέω, είναι αυτός απέναντι που βαστά εκείνο το
δέμα». 2. συγκρατώ, εμποδίζω, δε θέλω να εκδηλωθεί κάτι και προσπαθώ να
το συγκρατήσω: «βαστώ το σκύλο για να μη σας ορμήσει || τρία άτομα τον
βαστούσαν για να μη με δείρει || κάποια στιγμή δεν μπόρεσε να βαστήξει τα γέλια
του». 3. συντηρώ: «αυτός που βλέπεις βαστάει ολόκληρη οικογένεια». 4.
διατηρώ, έχω: «βαστάει εδώ και χρόνια ένα ψιλικατζίδικο στο κέντρο της αγοράς».
5. διευθύνω: «ένα τόσο δα ανθρωπάκι και βαστάει ολόκληρο εργοστάσιο!». 6.
υπομένω: «βάσταξα πολλές πίκρες». (Λαϊκό τραγούδι: παλιώσανε τα ρούχα μου
δεν έχω να τ’ αλλάξω και στην αλήτικη ζωή ως πότε θα βαστάξω). 7.
διαρκώ: «θα βαστάξει πολύ ακόμα αυτή η κοροϊδία;». 8. είμαι υγιής, είμαι
γερός: «μπορεί να τα ’χει τα χρονάκια του, όμως βαστάει ακόμα μια χαρά». 9.
κατάγομαι: «βαστάει απ’ τη Θεσσαλονίκη». 10. βοηθώ, ιδίως ηλικιωμένο
άτομο: «βάσταξα ένα γέρο να περάσει απ’ τις διαβάσεις». 11. τολμώ:
«βαστάς να τα βάλεις με τον τάδε;». 12. αντέχω: «δε βαστώ τέτοια
προσβολή || βαστώ στο κρύο || βαστώ στη ζέστα || βαστώ στη δίψα κ.λπ.». (Λαϊκό
τραγούδι: δεν μπορούσα να βαστάξω ένανε αντεραστή· τονε σκότωσα και
τώρα είμαι μες στη φυλακή).13α. στην προστακτ. ως επιφών. βάστα!
κάνε κουράγιο, κάνε υπομονή, άντεξε: «βάστα καημένο Μεσολόγγι!». β. ως
προσταγή σε οδηγό αυτοκινήτου ή άλλου τροχοφόρου να σταματήσει, συνήθως στην
περίπτωση που τον καθοδηγούμε πώς να παρκάρει ή σε κάποιον άλλον ελιγμό. γ.
πάψε να μιλάς: «βάστα να σου πω, ρε παιδάκι μου, και μετά φωνάζεις!». (Λαϊκό
τραγούδι: τεκετζή μου βάστα να σου πω, σου μιλάει ο μάγκας με καημό).
Συνών. κράτει! (2α, β) / οπ! (6) / όπα! (5) / στοπ! (3β, γ) / φέρμα! (α, β).
δ. μη βιάζεσαι, περίμενε λίγο, πρόσεξέ με: «βάστα, ρε παιδάκι μου,
να πάρω και λίγο αναπνοή! || βάστα να σου πω, ρε παιδάκι μου». (Λαϊκό τραγούδι:
ντεκετζή μου βάστα να σου πω, σου μιλάει ο μάγκας με καημό). 14.
προτρεπτικά ή συμβουλευτικά βαστήξου, συγκρατήσου, μην εκδηλώνεσαι είτε
θετικά είτε αρνητικά: «βαστήξου για λίγη ώρα κι ύστερα τους λες πως σου ’πεσε ο
πρώτος αριθμός του λαχείου || βαστήξου κι άσ’ τον να λέει ό,τι θέλει, γιατί
κανείς δεν του δίνει σημασία || βαστήξου και μη γελάς για τις ανοησίες που
λέει, γιατί είναι ο διευθυντής μας». (Ακολουθούν 92 φρ.)·
- αν βαστάει
ο κώλος σου, έλα ή αν σου βαστάει ο κώλος, έλα, βλ. λ. κώλος·
- αν
βαστάνε τα κότσια σου, έλα ή αν σου βαστάνε τα κότσια, έλα, βλ. λ. κότσι·
- αν βαστάς,
έλα ή αν σου βαστάει έλα, απειλητική προτροπή σε κάποιον που απειλεί
πως θα μας δείρει να το επιχειρήσει, επιτέλους, γιατί είμαστε σίγουροι πως θα
τον νικήσουμε: «βαρέθηκα ν’ ακούω τόσον καιρό πως θα με δείρεις. Αν σου βαστάει,
έλα»·
- από
πού βαστάει η σκούφια του; βλ. λ. σκούφια·
- βαστά
η καρδιά σου; βλ. λ. καρδιά·
- βαστά
η καρδιά σου να…; βλ. λ. καρδιά·
- βαστά
η πλάτη μου ή βαστούν οι πλάτες μου, βλ. λ. πλάτη·
- βαστά
η πλάτη σου να…; ή βαστούν οι πλάτες σου να…; βλ. λ. πλάτη·
- βαστά
η τσέπη μου, βλ. λ. τσέπη·
- βαστά
η τσέπη σου να…; βλ. λ. τσέπη·
- βαστά
το πορτοφόλι μου, βλ. λ. πορτοφόλι·
- βαστά
το πορτοφόλι σου να…; βλ. λ. πορτοφόλι·
- βαστά
η ψυχή σου; βλ. λ. ψυχή·
- βαστά
η ψυχή σου να…; βλ. λ. ψυχή·
- βάστα
καρδιά μου! βλ. λ. καρδιά·
- βάστα
με ή βαστάτε με, παράκληση σε κάποιον ή κάποιους να με συγκρατήσουν,
γιατί δεν αντέχω άλλο και είμαι έτοιμος να ενεργήσω βίαια εναντίον κάποιου.
(Λαϊκό τραγούδι: σφάζεται για ξένο ιντερέσο, βάστα με γιατί θα τον
βαρέσω)·
- βάστα
ψυχή μου! βλ. λ. ψυχή·
- βαστάει
από (μεγάλο) σόι, βλ. λ. σόι·
- βαστάει
από (μεγάλο) τζάκι, βλ. λ. τζάκι·
- βαστάει
φανάρι, βλ. λ. φανάρι·
- βαστάνε
τα κότσια του βλ. λ. κότσι·
- βαστάνε
τα χέρια του, βλ. λ. χέρι·
- βαστάτε
Τούρκοι τ’ άλογα! βλ. λ. Τούρκος·
- βαστούν
οι ώμοι μου, βλ. λ. ώμος·
- βαστούν
οι ώμοι σου να…; βλ. λ. ώμος·
- βαστώ
άμυνα, βλ. λ. άμυνα·
- βαστώ
γερά, βλ. λ. γερός·
- βαστώ
γινάτι, βλ. λ. γινάτι·
- βαστώ
κακία, βλ. λ. κακία·
-
βαστώ με τα δόντια (κάτι), βλ. λ. δόντι·
- βαστώ
μπαλάντσο, βλ. λ. μπαλάντσο·
- βαστώ
πείσμα, βλ. λ. πείσμα·
- βαστώ
πισινή, βλ. λ. πισινή·
- βαστώ
τα γέλια μου, βλ. λ. γέλιο·
- βαστώ
τα δάκρυά μου, βλ. λ. δάκρυα·
- βαστώ
τα νεύρα μου, βλ. λ. νεύρο·
- βαστώ
τη γλώσσα μου, βλ. λ. γλώσσα·
- βαστώ
τη θέση μου, βλ. λ. θέση·
- βαστώ
την αναπνοή μου, βλ. λ. αναπνοή·
- βαστώ
την ανάσα μου, βλ. λ. ανάσα·
- βαστώ
την κοιλιά μου απ’ τα γέλια ή βαστώ την κοιλιά μου απ’ το γέλιο, βλ. λ. κοιλιά·
- βαστώ
το γκέμι ή βαστώ τα γκέμια, βλ. λ. γκέμι·
- βαστώ
(το) λογαριασμό, βλ. λ. λογαριασμός·
- βαστώ
το λόγο μου, βλ. λ. λόγος·
- βαστώ
το παιδί, βλ. λ. παιδί·
- βαστώ
το σπίτι, βλ. λ. σπίτι·
- βαστώ
το στόμα μου κλειστό, βλ. λ. στόμα·
- βαστώ
το τιμόνι, βλ. λ. τιμόνι·
- βαστώ
τον όρκο μου, βλ. λ. όρκος·
- βαστώ
τσίλια ή βαστώ τσίλιες, βλ. λ. τσίλια·
- βαστώ
χαρακτήρα, βλ. λ. χαρακτήρας·
- δε
βαστά η καρδιά μου, βλ. λ. καρδιά·
- δε
βαστά η καρδιά μου να…, βλ. λ. καρδιά·
- δε
βαστά η πλάτη μου ή δε βαστούν οι πλάτες μου, βλ. λ. πλάτη·
- δε
βαστά η τσέπη μου, βλ. λ. τσέπη·
- δε
βαστά η ψυχή μου, βλ. λ. ψυχή·
- δε
βαστά η ψυχή μου να…, βλ. λ. ψυχή·
- δε
βαστάει το πορτοφόλι μου, βλ. λ. πορτοφόλι·
- δε
βαστάω να…, α. δεν αντέχω να…: «δεν βαστάω να τον βλέπω να
ταλαιπωρείται, γι’ αυτό σκέφτομαι να τον βοηθήσω». (Λαϊκό τραγούδι: βλέπεις
πως για σένα ξενυχτάω, σαν σε χάσω λίγο δεν βαστάω). β. δεν
μπορώ να υπομένω να…: «δε βαστώ να υποφέρω την αδικία που μου γίνεται». Πολλές
φορές, μετά το τέλος της φρ. ακολουθεί το άλλο· βλ. και φρ. δε βαστώ
να(…)·
- δε
βαστούν οι ώμοι μου, βλ. λ. ώμος·
- δε
βαστώ άλλο (πια), βλ. λ. άλλος·
- δε
βαστώ λεφτά απάνω μου ή δε βαστώ απάνω μου λεφτά, βλ. λ. λεφτά·
- δε
βαστώ να..., δεν τολμώ, δεν έχω το θάρρος να…: «δε βαστώ να γυρίσω πίσω,
γιατί φοβάμαι πως θα με δείρει»· βλ. και φρ. δε βαστάω να(…)·
- δε
βαστώ τη γλώσσα μου, βλ. λ. γλώσσα·
- δε
βαστώ χρήματα απάνω μου ή δε βαστώ απάνω μου χρήματα, βλ. λ. χρήμα·
- δε
με βαστούν τα πόδια μου, βλ. λ. πόδι·
- δεν
μπορεί να βαστήξει παιδί, βλ. λ. παιδί·
- δεν
ξέρει κανείς από πού βαστάει η σκούφια του, βλ. λ. σκούφια·
- δεν
το βαστά η καρδιά μου να…, βλ. λ. καρδιά·
- δεν
το βαστά η ψυχή μου να…, βλ. λ. ψυχή·
- δεν
του βαστάει να…, δεν τολμά, δεν έχει το θάρρος: «εγώ τον προκαλώ, αλλά δεν
του βαστάει να μαλώσει μαζί μου || δεν του βαστάει να πηδήξει πάνω απ’ το
χαντάκι»·
- δεν
του βαστάει ο κώλος, βλ. λ. κώλος·
- η
τύχη και το γυαλί δε βαστούν πολύ καιρό, βλ. λ. τύχη·
- Θεέ
μου, πώς βαστάς τα κεραμίδια ξεκάρφωτα! βλ. λ. Θεός·
- μου
βαστάει, έχω το θάρρος, τολμώ: «αν έρθω εκεί, θα σου πω εγώ αν μου βαστάει
να σε δείρω!»·
- όποιος
βαστάει τη γλώσσα του, σώζει την κεφαλή του, βλ. λ. γλώσσα·
- όπου
ακούς πολλά κεράσια, βάστα και μικρό καλάθι, βλ. λ. κεράσι·
- όσο
βαστά η καρδιά σου, βλ. λ. καρδιά·
- όσο
βαστά η ψυχή σου βλ. λ. ψυχή·
- πώς
βαστά η καρδιά σου; βλ. λ. καρδιά·
- πώς
βαστά η καρδιά σου να…; βλ. λ. καρδιά·
- πώς
βαστά η ψυχή σου; βλ. λ. ψυχή·
- πώς
βαστά η ψυχή σου να…; βλ. λ. ψυχή·
- πώς
βαστώ, ένας Θεός το ξέρει! βλ. λ. Θεός·
- πώς
το βαστά η καρδιά σου να…; βλ. λ. καρδιά·
- πώς
το βαστά η ψυχή σου…; βλ. λ. ψυχή·
- σου
βαστάει; έχεις το θάρρος; τολμάς(;): «σου βαστάει να τα βάλεις μ’ αυτόν τον
άντρακλα; || σου βαστάει να πηδήξεις απ’ το δεύτερο όροφο;»·
- το
βαστά η καρδιά σου να…! βλ. λ. καρδιά·
- το
βαστά η ψυχή σου να...! βλ. λ. ψυχή·
- του
βαστώ γινάτι, βλ. λ. γινάτι·
- του
βαστώ κακία, βλ. λ. κακία·
- του
βαστώ πείσμα, βλ. λ. πείσμα·
- του
το βαστάω, διατηρώ στη μνήμη μου το κακό που μου έχει κάνει, με την πρόθεση
να τον εκδικηθώ στην πρώτη ευκαιρία: «να του πεις να φυλάγεται, γιατί του το
βαστάω που με κατηγόρησε στο διευθυντή μας».